- δυσκατάπληκτος
- δυσκατά-πληκτος, ον,A hard to keep in awe, Plb.1.67.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσκατάπληκτος — δυσκατάπληκτος, ον (Α) αυτός που δύσκολα καταπλήσσεται … Dictionary of Greek
δυσκαταπλήκτους — δυσκατάπληκτος hard to keep in awe masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκατάπληκτοι — δυσκατάπληκτος hard to keep in awe masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)